ελαφοπόδαρος

ελαφοπόδαρος
-η, -ο
1. (για ανθρώπους), ο γρήγορος σαν ελάφι.
2. το ουδ. ως ουσ., ελαφοπόδαρο το πόδι του ελαφιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ελαφοπόδαρος — η, ο 1. (για άνθρ.) γοργοπόδαρος 2. (για ουδ. ως ουσ.) το ελαφοπόδαρο το πόδι τού ελαφιού …   Dictionary of Greek

  • ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… …   Dictionary of Greek

  • ελαφόπους — ἐλαφόπους, ο (Α) ο ελαφοπόδαρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”